σαρανταριά

σαρανταριά
η сорок;

(καμ)μιά σαρανταριά — около сорока


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σαρανταριά" в других словарях:

  • σαρανταριά — η, Ν (κυρίως σε συνεκφορά με το μια και το καμιά) σύνολο από 40 μονάδες περίπου («ήμασταν καμιά σαρανταριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. αριά* (πρβλ. πενηντ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • σαρανταριά — η περίπου σαράντα: Ήταν καμιά σαρανταριά άτομα συγκεντρωμένα στην πλατεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»